- υποτύφω
- Α1. σιγοκαίω, κρυφοκαίω βγάζοντας καπνό («πῡρ ὑποτύφει τὴν νῆσον», Φιλόστρ.)2. μτφ. ενισχύω κρυφά ή ύπουλα κάποιο πάθος (α. «ὑποθύψας τὴν διαβολήν», Πολ.β. «ὑποτύφεται ἔχθρα», Κτησ.)3. παθ. ὑποτύφομαι(μτφ. για πρόσωπα) καίγομαι από κρυφή φωτιά, βασανίζομαι («ὑποτυφόμενος ἐς τὸν ἔρωτα», Αιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + τύφω «καίω, καπνίζω» (< τῦφος)].
Dictionary of Greek. 2013.